- πηγάζοντας
- πηγάζωspringpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σάνον — (Shannon). Ποταμός (μήκος 360 χλμ., λεκάνη 15.695 τ. χλμ.) της Ιρλανδίας, ο μεγαλύτερος του νησιού. Πηγάζοντας από τους πρόποδες του όρους Κουιλήφ στην κομητεία Κάβαν, διασχίζει στην αρχή της διαδρομής του μια γραφική κοιλάδα ανάμεσα σε χαμηλούς… … Dictionary of Greek